οισοφαγοσκόπηση — η ιατρ. η οισοφαγοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + σκόπηση (< σκοπώ «εξετάζω, παρατηρώ»), πρβλ. βρογχο σκόπηση. Η λ., στον λόγιο τ. οὶσοφαγοσκόπησις, μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Ζαγκαρόλα] … Dictionary of Greek
σαλπιγγοσκοπία — ή σαλπιγγοσκόπηση, η, Ν ιατρ. η εξέταση τής ευσταχιανής σάλπιγγας με σαλπιγγοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαλπιγγοσκοπία < σάλπιγγα + σκοπία (< σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ομφαλο σκοπία. Ο τ. σαλπιγγο σκόπηση μέσω ενός ρ.… … Dictionary of Greek
τριχοειδοσκόπηση — η, Ν ιατρ. η τριχοειδοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριχοειδής + σκόπηση (< σκοπώ < σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ενδο σκόπηση] … Dictionary of Greek
φακοσκόπηση — η, Ν ιατρ. μέθοδος εξέτασης τού κρυσταλλοειδούς φακού τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + σκόπηση (< σκοπώ < σκόπος*), πρβλ. γαστρο σκόπηση] … Dictionary of Greek
αιδοιοσκοπία — και σκόπηση, η ιατρική εξέταση τού αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αιδοίο + σκοπώ, πρβλ. αγγλ. edeoscopy] … Dictionary of Greek
βροχοσκοπία — και βροχοσκόπηση, η η καταμέτρηση του ποσού της βροχής σε μια περιοχή, καθώς και οι υπόλοιπες μετεωρολογικές παρατηρήσεις που είναι συναφείς προς αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. βροχοσκοπία < βροχή + σκοπία < σκοπος < σκοπός βροχοσκόπηση < βροχή +… … Dictionary of Greek
γαλακτοσκόπηση — και γαλακτοσκοπία, η η γαλακτομέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλακτοσκόπηση < γάλα ( κτος) + σκόπηση < σκοπώ γαλακτοσκοπία < γάλα( κτος) + σκοπία < σκοπος < σκοπός. Η λ. γαλακτοσκόπησις μαρτυρείται από το 1894 από τον Αναστάσιο Χρηστομάνο στην… … Dictionary of Greek
φαρυγγοσκοπία — και φαρυγγοσκόπηοη, η, Ν ιατρ. άμεση εξέταση τού φάρυγγα με την βοήθεια φαρυγγοσκοπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharyngoscopie < φάρυγξ, υγγος + σκόπηση (< σκοπώ < σκόπος*)] … Dictionary of Greek
ωοσκοπία — η / ᾠοσκοπία, ΝΑ, και ωοσκόπηση, Ν αβγομαντεία νεοελλ. (τροφ. τεχνολ.) η εξέταση τού περιεχομένου ακέραιων αβγών με τη βοήθεια ισχυρής φωτεινής δέσμης, για την ποιοτική ταξινόμησή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + σκοπία / σκόπηση (< σκόπος… … Dictionary of Greek